- βασταγερός
- dayanıklı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
βασταγερός — ή, ό [βασταγή] 1. όποιος δεν φθείρεται εύκολα, στερεός («βασταγερή σανίδα», «...κλωστή» κ.λπ.) 2. αυτός που έχει σωματική δύναμη και αντοχή 3. καρτερικός, υπομονητικός 4. (για τρόφιμα και ποτά) εκείνος που διατηρείται πολύ καιρό … Dictionary of Greek